- ἀποφράξαν
- ἀποφράγνυμιfence offaor part act neut nom/voc/acc sgἀποφράσσωblock upaor part act neut nom/voc/acc sgἀποφράζωexplainaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποφράζω — αξα, χτηκα, γμένος, φράζω, κλείνω κάτι εντελώς: Κάτι έριξαν στον υπόνομο και τον απόφραξαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)